- διετία
- διετίᾱ , διετίαfem nom/voc/acc dualδιετίᾱ , διετίαfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διετίᾳ — διετίαι , διετία fem nom/voc pl διετίᾱͅ , διετία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διετία — η (AM διετία) χρονικό διάστημα δύο ετών … Dictionary of Greek
διετία — η χρονικό διάστημα δύο ετών: Ο γάμος τους διήρκησε μόνο μια διετία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διετίας — διετίᾱς , διετία fem acc pl διετίᾱς , διετία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διετίαν — διετίᾱν , διετία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ευθυμίου, Πέτρος — (Λάρισα 1950 –). Πολιτικός και δημοσιογράφος. Αποφοίτησε από τη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Κατά την διάρκεια των σπουδών του ανέπτυξε ενεργό πολιτική δράση κατά της δικτατορίας και εξελέγη μέλος της συντονιστικής επιτροπής… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek
διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… … Dictionary of Greek
διετηρίς — διετηρίς, η (Α) διετία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δύο) + ετηρίς < ετηρος < έτος (πρβλ. δεκέτηρος, πεντέτηρος)] … Dictionary of Greek